Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δεκατημόριο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δεκατημόριο το [δekatimório] Ο40 : (λόγ.) το ένα από τα δέκα ίσα μέρη ενός συνόλου.

[λόγ. < αρχ. δεκατημόριον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go