Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δεκατία
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
δεκατία η· δεκατιά.
  • 1) Προσφορά του δεκάτου των αγαθών στο Θεό:
    • εκ τα καλά του οίκου του να δίδει (ενν. ο Μελχισεδέκ) δεκατία (Χούμνου, Κοσμογ. 892).
  • 2) Φόρος που συνίσταται στο δέκατο των εσόδων:
    • περίσσο βίος εμάζωνε μόνον ’κ τη δεκατιά του (Βεντράμ., Φιλ. 130).

[<αρχ. ουσ. δεκάτη + κατάλ. ία. Ο τ. στο Βλάχ. Η λ. τον 6. αι.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες