Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δεκαπεντάχρονος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δεκαπεντάχρονος -η -ο [δekapendáxronos] Ε5 : 1. που είναι δεκαπέντε χρονών: Δεκαπεντάχρονη κοπέλα. || (ως ουσ.) άτομο ηλικίας δεκαπέντε ετών. 2. που διαρκεί δεκαπέντε χρόνια.

[δεκαπέντ(ε) -α- (κατά τα τετρα-, πεντα- κτλ.) + -χρονος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες