Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δεκανέας ο [δekanéas] Ο21 : (στρατ.) ο κατώτερος βαθμός υπαξιωματικού του στρατού ξηράς, αμέσως κατώτερος από το λοχία: ~ ΕΠY, εθελοντής πενταετούς υποχρέωσης. || (προφ.) για άνθρωπο αυταρχικό που θέλει να επιβάλλεται με πιεστικό τρόπο: Έχουμε και δεκανέα πάνω από το κεφάλι μας, την πεθερά.
[λόγ. δεκαν(εύς) -έας < ελνστ. δεκαν(ός) `δέκαρχος, στρατ. βαθμός΄ (< λατ. decanus) -εύς σφαλερή δημιουργία με προσθήκη του αρχ. επιθήματος -εύς για δημιουργία περισσότερο λόγιας εντύπωσης]



