Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δεκαεννεαμέσιοι, αριθμητ.
-
- Ποσό που αποτελείται από δεκαεννέα και μισή μονάδες:
- το ύψος δε αυτού δεκαεννεαμεσίας (ενν. ουργυίας) (Παϊσ., Ιστ. Σινά 328).
[<αριθμητ. δεκαεννεάμισι με επίδρ. του επιθ. μέσος και αναλογ. προς τα αριθμητ. διακόσιοι, τριακόσιοι, κ.τ.ό.]
- Ποσό που αποτελείται από δεκαεννέα και μισή μονάδες: