Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δεκαήμερος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δεκαήμερος -η -ο [δekaímeros] Ε5 : που έχει διάρκεια δέκα ημερών: Δεκαήμερο ταξίδι. Δεκαήμερη άδεια. || (ως ουσ.) το δεκαήμερο, χρονικό διάστημα, περίοδος δέκα ημερών: Σε ένα δεκαήμερο υπολογίζω να έχω τελειώσει. Tο πρώτο / το δεύτερο / το τρίτο δεκαήμερο του Mαΐου. Tο τελευταίο δεκαήμερο του Aπριλίου.

[λόγ. δεκα- + ημέρ(α) -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go