Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δεκάτη
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δεκάτη η [δekáti] Ο30 (χωρίς πληθ.) : είδος φορολογίας που πλήρωναν οι καλλιεργητές και που ισοδυναμούσε με το ένα δέκατο του εισοδήματος: H γαλλική επανάσταση κατάργησε το φόρο της δεκάτης.

[λόγ. < αρχ. δεκάτη]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δεκατημόριο το [δekatimório] Ο40 : (λόγ.) το ένα από τα δέκα ίσα μέρη ενός συνόλου.

[λόγ. < αρχ. δεκατημόριον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go