Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δεκάρικος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δεκάρικος -η -ο [δekárikos] Ε5 : συνήθ. ~ λόγος και ως ουσ. ο δεκάρικος, για στομφώδη, σοβαροφανή αγόρευση γεμάτη κενολογίες: Σε κάθε εθνική γιορτή δεν παρέλειπε να βγάλει το δεκάρικό του.

[δέκ(α) -άρικος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go