Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δεκάποδος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δεκάποδος -η -ο [δekápoδos] Ε5 : (για ζώα) που έχει δέκα πόδια. || (ως ουσ.) τα δεκάποδα, καρκινοειδή μαλακόστρακα με πέντε ζευγάρια ποδιών.

[λόγ. < γαλλ. décapode < déca- = δεκα- + -pode < αρχ. ποδ- (πούς) -ος (διαφ. το αρχ. δεκάπους `που έχει μήκος δέκα (αρχαία) πόδια5΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες