Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δειλοσοφίζω.
-
- (Πιθ.) υποκρίνομαι το σοφό, το σπουδαίο:
- είναι τινές δοκόφρονοι, υπόκριτοι, ως το βλέπω δειλοσοφίζουν περισσά (Nτελλαπ., Eρωτήμ. 1150 (μήπως ορθότ. δηλο‑;)).
[<επίρρ. δειλά + σοφίζω]
- (Πιθ.) υποκρίνομαι το σοφό, το σπουδαίο: