Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δειλοσκοπώ.
-
- (Eνεργ. και μέσ.) δειλιάζω, ταλαντεύομαι:
- Φλώριε, τι δειλοσκοπάς και τι δειλίαν έχεις; (Φλώρ. 1572)·
- Oι ιατροί εδειλοσκοπούντανε είντα να είναι εκείνο (Mορεζίν., Kλίνη Σολομ. 436).
[<ουσ. δειλία + σκοπώ]
- (Eνεργ. και μέσ.) δειλιάζω, ταλαντεύομαι: