Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δειλοσκοπίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
δειλοσκοπίζω.
  • Διστάζω από δειλία:
    • πλια ου δειλοσκόπιζε (Θησ. E´ [354]).

[<αόρ. του δειλοσκοπώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες