Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δειλινή
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
δειλινή η.
  • Το απόγευμα:
    • δειλινάς κι εσπέρας (Λίβ. Esc. 2108).

[θηλ. του μτγν. επιθ. δειλινός ως ουσ. Η λ. τον 9. αι. (LBG) και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες