Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δειλιαστικώς, επίρρ.
-
- Με δειλία, δειλά:
- Τι έχεις και δίχως σκάνδαλο δειλιαστικώς εχάθης; (Φαλιέρ., Ιστ. 238).
[<επίθ. δειλιαστικός (LBG)]
- Με δειλία, δειλά: