Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δειλιάρης
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
δειλιάρης, επίθ.
  • Δειλός:
    • μπομπόγερε δειλιάρη (Διγ. O 2797).

[<ουσ. δειλία + κατάλ. ιάρης. Η λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες