Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δειλίασις
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
δειλίασις η· δείλιαση.
  • α) Φόβος:
    • (Φορτουν. Πρόλ. 28
  • β) δισταγμός, αμφιβολία:
    • αν έχεις προς την πίστη μου δειλίασιν καμία, θέλω σου ’μόσει (Φαλιέρ., Ιστ. 717).

[μτγν. ουσ. δειλίασις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες