Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δειγματοληψία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δειγματοληψία η [δiγmatolipsía] Ο25 : λήψη δείγματος για δοκιμή ή έλεγχο: Tυχαία ~.

[λόγ. δειγματ- (δείγμα) -ο- + -ληψία μτφρδ. γαλλ. prise d΄échantillons]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go