Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δεητικός
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
δεητικός, επίθ.
  • Το ουδ. ως ουσ. = προσευχή, ικεσία:
    • με την καρδιάν εις τον Θεόν δεητικά να ποιείτε (Δαρκές, Προσκυν. 202 (έκδ. δεκτικά).)>

[αρχ. επίθ. δεητικός. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες