Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δείλιασμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δείλιασμα το [δílazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του δειλιάζω.

[δειλιασ- (δειλιάζω) -μα (διαφ. το ελνστ. ή μσν. δειλίασμα `απογευματινό φαγητό΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
δείλιασμα το.
  • Έλλειψη θάρρους, ατολμία:
    • τση γλώσσας τα μποδίσματα, το δείλιασμα του νου της (Ερωτόκρ. Δ´ 487· Γ´ 551 χφ Χ κριτ. υπ).

[<αόρ. του δειλιώ + κατάλ. μα. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες