Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δαχτυλιδένιος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δαχτυλιδένιος -α -ο [δaxtiliδénos] Ε4 : που έχει άψογη καμπυλότητα και μικρή διάμετρο έτσι ώστε να θυμίζει δαχτυλίδι, κυρίως για μέση πολύ λεπτή και σπανιότερα για μικρό και καλοσχηματισμένο στόμα: Δαχτυλιδένια μέση. Δαχτυλιδένιο στόμα.

[δαχτυλίδ(ι) -ένιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες