Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δαφνώνας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δαφνώνας ο [δafnónas] Ο2 : χώρος κατάφυτος από δάφνες.

[λόγ. < ελνστ. δαφνών, αιτ. -ῶνα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go