Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δαφνέλαιο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δαφνέλαιο το [δafnéleo] Ο42 : (λόγ.) δαφνόλαδο.

[λόγ. < ελνστ. δαφνέλαιον]

[Λεξικό Κριαρά]
δαφνέλαιον το· δαφνόλαιον.
  • Δαφνόλαδο (βλ. ά. ‑ον):
    • (Ιατροσόφ. 384).

[μτγν. ουσ. δαφνέλαιον. Ο τ. στο LBG. Η λ. και σήμ. (ο)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go