Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δασοφυλακή η [δasofilakí] Ο29 : 1. κρατική υπηρεσία που φροντίζει για τη φύλαξη των δασών. 2. το σύνολο των υπαλλήλων της δασοφυλακής.
[λόγ. δασο(φύλαξ) -φυλακή]



