Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δασοσκεπής -ής -ές
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δασοσκεπής -ής -ές [δasoskepís] Ε10 : (λόγ.) που καλύπτεται από δάση· δασόφυτος.

[λόγ. δάσ(ος) -ο- + -σκεπής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go