Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δασοπυροσβέστης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δασοπυροσβέστης ο [δasopirozvéstis] Ο10 : πυροσβέστης ειδικευμένος στην κατάσβεση πυρκαγιών στα δάση.

[λόγ. δάσ(ος) -ο- + πυροσβέστης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες