Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δασμός ο [δazmós] Ο17 : φόρος τον οποίο επιβάλλει το κράτος σε εμπορεύματα τα οποία εισάγονται, εξάγονται ή περνούν από το έδαφός του: Aύξηση / μείωση / κατάργηση / επιβολή δασμών. Δασμοί εισαγωγικοί / εξαγωγικοί. Δασμοί προστατευτικοί, εισαγωγικοί δασμοί που αποσκοπούν στην προστασία της εγχώριας παραγωγής. Είδη απαλλαγμένα από δασμούς.
[λόγ. < αρχ. δασμός]
[Λεξικό Κριαρά]
- δασμός ο.
-
- Φόρος:
- (Ιστ. Ηπείρ. XII9).
[αρχ. ουσ. δασμός. Η λ. και σήμ.]
- Φόρος: