Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δασμολόγιο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δασμολόγιο το [δazmolójio] Ο40 : 1. σύνολο από διατάξεις που αφορούν τη δασμολόγηση: Προστατευτικό ~, που επιβάλλει υψηλούς δασμούς στα εισαγόμενα προϊόντα, για να ενισχύσει την εγχώρια βιομηχανία. 2. επίσημος πίνακας στον οποίο αναγράφονται τα εμπορεύματα καθώς και ο αντίστοιχος δασμός.

[λόγ. δασμο(λογία) -λόγιον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go