Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δασκαλίστικος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δασκαλίστικος -η -ο [δaskalístikos] Ε5 : που συμπεριφέρεται με τρόπο σχολαστικό και στενοκέφαλο, που κάνει υποδείξεις και συστάσεις με ύφος που δε σηκώνει αντίλογο. δασκαλίστικα ΕΠIΡΡ.

[δάσκαλ(ος) -ίστικος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go