Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δασκαλίκι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δασκαλίκι το [δaskalíki] Ο44α : (προφ.) η ενασχόληση με τη διδασκαλία, το επάγγελμα του δασκάλου: Tο ~ δεν είναι εύκολη δουλειά. || και με μειωτική χροιά.

[δάσκαλ(ος) -ίκι 1]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες