Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δασαρχείο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δασαρχείο το [δasarxío] Ο39 : δημόσια υπηρεσία που ασχολείται με την προστασία και τη συντήρηση των δασών. || το κτίριο στο οποίο αυτή στεγάζεται.

[λόγ. δασάρχ(ης) -είον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go