Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δαπανηρός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δαπανηρός -ή -ό [δapanirós] Ε1 : που απαιτεί μεγάλη δαπάνη, που κοστίζει πολύ: Δαπανηρή ζωή. Δαπανηρό ταξίδι. Δαπανηρές σπουδές. Δαπανηρά γούστα. || Δαπανηρό αυτοκίνητο, του οποίου η χρήση και η συντήρηση απαιτεί μεγάλα ποσά. δαπανηρά ΕΠIΡΡ: Zει ~.

[λόγ. < αρχ. δαπανηρός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go