Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δαντελένιος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δαντελένιος -α -ο [δantelénos] Ε4 : που είναι φτιαγμένος από δαντέλα: ~ γιακάς. Δαντελένιο φόρεμα. Δαντελένια γάντια.

[λόγ. δαντέλ(α) -ένιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες