Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δαντέλα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δαντέλα η [δantéla] Ο25 : είδος λεπτότατου διάτρητου πλέγματος από βαμβακερά, μεταξωτά κτλ. νήματα, τα οποία καθώς διαπλέκονται δημιουργούν διακοσμητικά σχέδια και του οποίου η μία πλευρά καταλήγει συνήθ. σε εναλλασσόμενες εσοχές και εξοχές: ~ του χεριού / της μηχανής. Πλέκει δαντέλες. Tραπεζομάντιλο γαρνιρισμένο με ~. Tουαλέτα από ~.

[λόγ. < γαλλ. dentell(e) (ορθογρ. δαν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες