Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δανειοδότηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δανειοδότηση η [δanioδótisi] Ο33 : (οικον.) η χορήγηση δανείου.

[λόγ. δανειοδοτη- (δανειοδοτώ) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go