Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δανειοδότης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δανειοδότης ο [δanioδótis] Ο10 θηλ. δανειοδότρια [δanioδótria] Ο27 : (οικον.) αυτός που χορηγεί δάνειο. || (ως επίθ.): Δανειοδότρια τράπεζα.

[λόγ. δάνει(ον) -ο- + -δότης μτφρδ. γερμ. Kreditgeber· λόγ. δανειοδό(της) -τρια]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δανειοδότηση η [δanioδótisi] Ο33 : (οικον.) η χορήγηση δανείου.

[λόγ. δανειοδοτη- (δανειοδοτώ) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες