Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δανέζικος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δανέζικος -η -ο [δanézikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Δανία ή στους Δανούς ή που προέρχεται από αυτήν ή από αυτούς· δανικός: Δανέζικη γλώσσα / βιομηχανία. || Δανέζικα έπιπλα, έπιπλα από ξύλο τικ σε πολύ λιτή γραμμή. || (ως ουσ.) τα δανέζικα, η δανέζικη γλώσσα. δανέζικα ΕΠIΡΡ σε δανέζικη γλώσσα· δανικά: Kείμενο γραμμένο ~.

[εθν. Δανέζ(ος) -ικος < ιταλ. dan(ese) -έζος (δες στο δανικός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες