Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δαμαστής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δαμαστής ο [δamastís] Ο7 θηλ. δαμάστρια [δamástria] Ο27 : αυτός που δαμάζει.

[λόγ. < ελνστ. δαμαστής, δαμάστρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go