Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δαμασκηνόχειλος, επίθ.
-
- Που τα χείλη του έχουν το χρώμα του δαμάσκηνου:
- Κυρά δαμασκηνόχειλη και λιγνοπουγουνάτη (Ch. pop. 218).
[<ουσ. δαμάσκηνο + χείλος]
- Που τα χείλη του έχουν το χρώμα του δαμάσκηνου: