Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δαμασκηνιά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δαμασκηνιά η [δamaskiá] Ο24 : οπωροφόρο δέντρο του οποίου καρπός είναι το δαμάσκηνο: Ήμερη / άγρια ~.

[δαμάσκην(ο) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες