Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δαμαλισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δαμαλισμός ο [δamalizmós] Ο17 : (ιατρ.) ο εμβολιασμός κατά της ευλογιάς.

[λόγ. δαμαλισ- (δαμαλίζω) -μός μτφρδ. γαλλ. vaccination]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go