Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δαμαλίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δαμαλίζω [δamalízo] -ομαι Ρ2.1 : εισάγω στον οργανισμό ορό δαμαλίδας, για να τον εμβολιάσω κατά της ευλογιάς.

[λόγ. δαμαλ(ίτις) (δες στο δαμαλίδα) -ίζω μτφρδ. γαλλ. vacciner]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες