Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δαμαλίδα η [δamalíδa] Ο26 : (ιατρ.) ο ορός που χρησιμοποιείται για τον εμβολιασμό κατά της ευλογιάς.
[λόγ. δαμαλ(ίς) -ίδα, βράχυνση της λ. δαμαλίτις < αρχ. δάμαλ(ις) `δαμάλα΄ -ίτις > -ίτιδα μτφρδ. γαλλ. vaccin]
[Λεξικό Κριαρά]
- δαμαλίδα η.
-
- Μικρή αγελάδα:
- (Πεντ. Αρ. XIX 5).
[<αρχ. ουσ. δάμαλις. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]
- Μικρή αγελάδα: