Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δαμάσκηνον το.
-
- Ο καρπός της δαμασκηνιάς:
- δαμάσκηνα μετά ροδιών μεγάλων (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1498).
[μτγν. ουσ. δαμασκηνόν με αναβιβ. του τόνου. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- Ο καρπός της δαμασκηνιάς: