Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δαμάλι
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δαμάλι το [δamáli] Ο44 : (λαϊκότρ.) νεαρός ταύρος.

[μσν. δαμάλιν < ελνστ. δαμάλιον υποκορ. του αρχ. δάμαλις ή του αρχ. δαμάλη]

[Λεξικό Κριαρά]
δαμάλι(ν) το.
  • α) Μοσχάρι:
    • επεθύμησε να φάγει δαμάλιν (Βουστρ. 1122
  • β) ως προσφών. αγαπημένου γυναικείου προσώπου:
    • Πώς έχεις, φως μου …, πάντερπνόν μου δαμάλιν; (Διγ. Gr. 898).

[μτγν. ουσ. δαμάλιον. Η λ. (ι) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δαμαλίδα η [δamalíδa] Ο26 : (ιατρ.) ο ορός που χρησιμοποιείται για τον εμβολιασμό κατά της ευλογιάς.

[λόγ. δαμαλ(ίς) -ίδα, βράχυνση της λ. δαμαλίτις < αρχ. δάμαλ(ις) `δαμάλα΄ -ίτις > -ίτιδα μτφρδ. γαλλ. vaccin]

[Λεξικό Κριαρά]
δαμαλίδα η.
  • Μικρή αγελάδα:
    • (Πεντ. Αρ. XIX 5).

[<αρχ. ουσ. δάμαλις. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δαμαλίζω [δamalízo] -ομαι Ρ2.1 : εισάγω στον οργανισμό ορό δαμαλίδας, για να τον εμβολιάσω κατά της ευλογιάς.

[λόγ. δαμαλ(ίτις) (δες στο δαμαλίδα) -ίζω μτφρδ. γαλλ. vacciner]

[Λεξικό Κριαρά]
δαμαλίνα η.
  • Μικρή αγελάδα:
    • λεοντάριν είδαν δυνατόν τρώγοντα δαμαλίναν (Διγ. Esc. 514).

[<αρχ. ουσ. δάμαλις + κατάλ. ίνα. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δαμαλισμός ο [δamalizmós] Ο17 : (ιατρ.) ο εμβολιασμός κατά της ευλογιάς.

[λόγ. δαμαλισ- (δαμαλίζω) -μός μτφρδ. γαλλ. vaccination]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες