Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δαλτονισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δαλτονισμός ο [δaltonizmós] Ο17 : ανωμαλία της όρασης κατά την οποία ο ασθενής αδυνατεί να διακρίνει τα χρώματα, κυρίως το κόκκινο και το πράσινο· (πρβ. αχρωματοψία).

[λόγ. < γαλλ. daltonisme < ανθρωπων. Dalton (Άγγλος φυσικός) -isme = -ισμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go