Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δαλματικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δαλματικός -ή -ό [δalmatikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Δαλματία ή στους Δαλματούς ή που προέρχεται από αυτήν ή από αυτούς: Δαλματικές ακτές. Δαλματικά σκυλιά.

[λόγ. < ελνστ. Δαλματικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go