Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δακτυλογραφώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δακτυλογραφώ [δaktiloγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : γράφω ένα κείμενο στη γραφομηχανή ή σε ηλεκτρονικό υπολογιστή: Δακτυλογραφημένα έγγραφα. Πότε θα μου δακτυλογραφήσεις τα χειρόγραφα;

[λόγ. δακτυλογράφ(ος) -ώ μτφρδ. γαλλ. dactylographier (δες στο δακτυλογράφος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες