Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δακτυλογραφία η [δaktiloγrafía] Ο25 : η τεχνική του να γράφει κανείς σε γραφομηχανή ή σε ηλεκτρονικό υπολογιστή: Γνωρίζει άριστα ~.
[λόγ. < γαλλ. dactylographie < αρχ. δάκτυλο(ς) + -graphie = -γραφία]



