Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δακτυλογράφος ο [δaktiloγráfos] Ο18 θηλ δακτυλογράφος [δaktiloγrá fos] Ο35 : αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με τη δακτυλογράφηση.
[λόγ. < γαλλ. dactylographe < αρχ. δάκτυλο(ς) + -graphe = -γράφος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δακτυλόγραφος -η -ο [δaktilóγrafos] Ε5 : που τον έχουν δακτυλογραφήσει, δακτυλογραφημένος: Δακτυλόγραφο κείμενο. Δακτυλόγραφη επιστολή. || (ως ουσ.) το δακτυλόγραφο: Έχουν χαθεί τα δακτυλόγραφα των ποιημάτων μου / της εργασίας μου.
[λόγ. δακτυλογραφ(ώ) -ος μτφρδ. γαλλ. dactylographié (δες στο δακτυλογράφος)]



