Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δακτυλογράφηση η [δaktiloγráfisi] Ο33 : το γράψιμο ενός κειμένου στη γραφομηχανή ή σε ηλεκτρονικό υπολογιστή: Έδωσα τα χειρόγραφα για ~.
[λόγ. δακτυλογραφη- (δακτυλογραφώ) -σις > -ση]